Take possession (of)
volume

Ορισμός και Σημασία του "take possession (of)"

to take possession (of)
01

to begin to own or control something

download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store