Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Clothes shop
01
κατάστημα ρούχων, μπουτίκ ρούχων
a store that sells clothing items, such as shirts, pants, dresses, and jackets, for people to wear
Dialect
British
Παραδείγματα
She went to the clothes shop to buy a new dress.
Πήγε στο κατάστημα ρούχων για να αγοράσει ένα καινούριο φόρεμα.
The clothes shop was offering discounts on winter jackets.
Το κατάστημα ρούχων προσέφερε εκπτώσεις σε χειμερινά μπουφάν.



























