Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
blustering
01
φαφλατάς, επιθετικός
having a forceful or overly assertive manner
Παραδείγματα
The politician ’s blustering speech failed to convince the crowd.
Ο θορυβώδης λόγος του πολιτικού απέτυχε να πείσει το πλήθος.
She brushed off his blustering complaints with a calm smile.
Απέκρουσε τις θορυβώδεις παραπονίες του με ένα χαλαρό χαμόγελο.
Λεξικό Δέντρο
blustering
bluster



























