Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
World war
01
παγκόσμιος πόλεμος, παγκόσμια σύγκρουση
a war in which many countries fight against each other
Παραδείγματα
Many historians study the causes and consequences of world wars.
Πολλοί ιστορικοί μελετούν τις αιτίες και τις συνέπειες των παγκόσμιων πολέμων.
Technological advancements in weaponry were accelerated during the world wars.
Οι τεχνολογικές εξελίξεις στο οπλισμό επιταχύνθηκαν κατά τη διάρκεια των παγκόσμιων πολέμων.



























