LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Wood shavings
/wˈʊd ʃˈeɪvɪŋz/
/wˈʊd ʃˈeɪvɪŋz/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "wood shavings"
Wood shavings
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
thin curly wood shavings used for packing or stuffing
word family
wood shavings
wood shavings
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
wood screw
wood rat
wood rabbit
wood pussy
wood pulp
wood shot
wood sorrel
wood spirit
wood spurge
wood stain
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App