Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Window seat
01
θέση δίπλα στο παράθυρο, παράθυρο κάθισμα
a seat on a train, plane, bus, etc. that is placed next to a window
Παραδείγματα
She requested a window seat for the flight to enjoy the view.
Ζήτησε ένα θέση δίπλα στο παράθυρο για την πτήση για να απολαύσει τη θέα.
He always chooses a window seat when traveling by train.
Πάντα επιλέγει ένα θέση παράθυρου όταν ταξιδεύει με τρένο.



























