LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Wilno
/wˈɪlnəʊ/
/wˈɪlnoʊ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "wilno"
Wilno
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the capital and largest city of Lithuania; located in southeastern Lithuania
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
wilmut
wilms' tumor
wilms tumour
wilmington
willy-nilly
wilson's blackcap
wilson's disease
wilson's phalarope
wilson's snipe
wilson's thrush
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App