LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Wild yam
/wˈaɪld jˈam/
/wˈaɪld jˈæm/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "wild yam"
Wild yam
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
having a rhizome formerly dried and used to treat rheumatism or liver disorders
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
wild winterpea
wild wilkworm
wild wheat
wild west show
wild west
wild yellow lily
wild-eyed
wildcat
wildcat strike
wildcat well
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App