Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
White noise
01
λευκός θόρυβος, λευκός ήχος
a noise that holds numerous sound frequencies with the same strengths
Παραδείγματα
The white noise from the fan helped me fall asleep faster.
Ο λευκός θόρυβος από τον ανεμιστήρα με βοήθησε να κοιμηθώ πιο γρήγορα.
The baby slept peacefully with the white noise playing softly in the background.
Το μωρό κοιμήθηκε ήρεμα με τον λευκό θόρυβο που ακουγόταν απαλά στο παρασκήνιο.



























