LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
White cinnamon
/wˈaɪt sˈɪnəmən/
/wˈaɪt sˈɪnəmən/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "white cinnamon"
White cinnamon
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
highly aromatic inner bark of the Canella winterana used as a condiment and a tonic
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
white christmas
white chocolate
white cell
white campion
white camas
white cinnamon tree
white clover
white cockle
white coffee
white cohosh
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App