LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Whale oil
/wˈeɪl ˈɔɪl/
/wˈeɪl ˈɔɪl/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "whale oil"
Whale oil
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a white to brown oil obtained from whale blubber; formerly used as an illuminant
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
whale louse
whale
whacky
whacko
whacking
whale on
whale shark
whale sucker
whaleboat
whalebone
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App