LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Watt
/wˈɒt/
/ˈwɑt/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "watt"
Watt
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
βάτ
the standard unit for measuring electrical power corresponding to the rate of energy consumption in an electric circuit, equal to one joule per second
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App