LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Waterpower
/wˈɔːtəpˌaʊə/
/wˈɔːɾɚpˌaʊɚ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "waterpower"
Waterpower
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the power to do work that is latent in a head of water
word family
waterpower
waterpower
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
watermelon-shaped
watermelon vine
watermelon begonia
watermelon
watermeal
waterproof
waterproofed
waterproofing
waters
waterscape
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App