Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Waste of money
01
σπατάλη χρημάτων, απώλεια χρημάτων
money expended without receiving a satisfactory or adequate return, often implying poor value or unnecessary expenditure
Παραδείγματα
Buying that expensive gadget turned out to be a waste of money.
Η αγορά αυτού του ακριβού gadget αποδείχθηκε σπατάλη χρημάτων.
The concert tickets were a waste of money because the band canceled.
Τα εισιτήρια για τη συναυλία ήταν σπατάλη χρημάτων επειδή η μπάντα ακύρωσε.



























