Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
washable
01
πλύσιμο, ανθεκτικό στο πλύσιμο
able to be safely cleaned with water or other cleaning agents without being damaged
Παραδείγματα
The washable cotton fabric can be machine-washed and dried.
Το πλύσιμο βαμβακερό ύφασμα μπορεί να πλυθεί και να στεγνώσει στο πλυντήριο.
The washable plush toy is safe to put in the washing machine.
Το πλύσιμο πλασέ παιχνίδι είναι ασφαλές να το βάλετε στο πλυντήριο.
Λεξικό Δέντρο
nonwashable
washable
wash



























