LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Wall in
/wˈɔːl ˈɪn/
/wˈɔːl ˈɪn/
Verb (1)
Ορισμός και Σημασία του "wall in"
to wall in
ΡΉΜΑ
01
enclose with a wall
word family
wall in
wall in
Verb
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
wall hanging
wall handrail
wall decal
wall creeper
wall clock
wall lizard
wall of death
wall of silence
wall painting
wall panel
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App