LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Blether
/blˈɛðə/
/blˈɛðɚ/
Noun (1)
Verb (1)
Ορισμός και Σημασία του "blether"
Blether
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
idle or foolish and irrelevant talk
to blether
ΡΉΜΑ
01
to talk foolishly
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
blest
blessings brighten as they take their flight
blessing in disguise
blessing
blessedness
bletia
bletia striata
bletilla
bletilla striata
bleu
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App