Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Virgin forest
01
παρθένο δάσος, πρωτογενές δάσος
forest or woodland having a mature or overly mature ecosystem more or less uninfluenced by human activity
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
παρθένο δάσος, πρωτογενές δάσος