Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to victimize
01
θυματοποιώ, κάνω στόχο
to make someone a target of harm, unfair treatment, or exploitation
Transitive: to victimize sb
Παραδείγματα
Immigrants are often victimized by human traffickers who exploit their vulnerable situation for profit.
Οι μετανάστες συχνά θυματοποιούνται από εμπόρους ανθρώπων που εκμεταλλεύονται την ευάλωτη θέση τους για κέρδος.
It is essential to raise awareness and take action to prevent vulnerable individuals from being victimized in our communities.
Είναι απαραίτητο να αυξήσουμε την ευαισθητοποίηση και να λάβουμε μέτρα για να αποτρέψουμε την θυματοποίηση των ευάλωτων ατόμων στις κοινότητές μας.
02
θυματοποιώ, στοχεύω
to subject someone to unfair punishment or harsh treatment
Transitive: to victimize sb
Παραδείγματα
The student was victimized by the harsh penalties imposed for a minor infraction.
Ο μαθητής θυματοποιήθηκε από τις σκληρές ποινές που επιβλήθηκαν για ένα μικρό αδίκημα.
They accused the government of victimizing protesters who were simply voicing their opinions.
Κατηγόρησαν την κυβέρνηση ότι θυματοποιούσε διαδηλωτές που απλώς εξέφραζαν τις απόψεις τους.
03
θυματοποιώ, εξαπατώ
to deceive or defraud someone, often by exploiting their trust or vulnerability
Transitive: to victimize sb
Παραδείγματα
The company was accused of victimizing its employees by not paying them for overtime work.
Η εταιρεία κατηγορήθηκε για θυματοποίηση των εργαζομένων της με το να μην πληρώνει για υπερωρίες.
Many customers were victimized by the false advertising of the product.
Πολλοί πελάτες θυματοποιήθηκαν από την ψευδή διαφήμιση του προϊόντος.
Λεξικό Δέντρο
victimized
victimizer
victimize
victim



























