LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Vehicular
/vɛhˈɪkjʊlɐ/
/viˈhɪkjəɫɝ/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "vehicular"
vehicular
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
of or relating to or intended for (motor) vehicles
Παράδειγμα
The
decrease
in
air
quality
in
urban areas
often
relates
to
increased
vehicular
emissions
.
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App