LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Vanity fair
/vˈanɪti fˈeə/
/vˈænɪɾi fˈɛɹ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "vanity fair"
Vanity fair
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a vain and frivolous lifestyle especially in large cities
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
vanity cabinet
vanity
vanishingly
vanishing spray
vanishing point
vanity press
vanity stool
vanity table
vanquish
vanquishable
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App