LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Urticales
/ˈɜːtɪkˌeɪlz/
/ˈɜːɾɪkˌeɪlz/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "urticales"
Urticales
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
an order of dicotyledonous plants including Moraceae and Urticaceae and Ulmaceae
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
urticaceae
urtica pipulifera
urtica dioica
urtica
urth
urticaria
urticate
urtication
uruguay
uruguay river
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App