Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
urban
01
αστικός, πολεοδομικός
addressing the structures, functions, or issues of cities and their populations
Παραδείγματα
Urban studies examine the challenges of housing in densely populated areas.
Οι αστικές μελέτες εξετάζουν τις προκλήσεις της στέγασης σε πυκνοκατοικημένες περιοχές.
The government initiated an urban development project to address infrastructure issues.
Η κυβέρνηση ξεκίνησε ένα έργο αστικής ανάπτυξης για την αντιμετώπιση των υποδομικών ζητημάτων.
02
αστικός, πολεοδομικός
describing the physical setting, culture, or lifestyle typically found in cities
Παραδείγματα
The urban landscape was filled with skyscrapers and bustling streets.
Το αστικό τοπίο ήταν γεμάτο με ουρανοξύστες και βροντώδεις δρόμους.
He enjoys the energy of urban life, especially the cultural events and nightlife.
Απολαμβάνει την ενέργεια της αστικής ζωής, ειδικά τα πολιτιστικά γεγονότα και τη νυχτερινή ζωή.
Λεξικό Δέντρο
suburban
urban



























