Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Blackball
01
μαύρη μπάλα, ψήφος απόρριψης
a formal vote or veto used to reject someone from joining a group
Παραδείγματα
His application was rejected by a single blackball.
Η αίτησή του απορρίφθηκε από έναν μόνο blackball.
The club 's blackball system kept membership exclusive.
Το σύστημα blackball του συλλόγου διατηρούσε την αποκλειστικότητα της ιδιότητας μέλους.
to blackball
01
αποκλείω, μποϊκοτάρω
to exclude someone from a group
Παραδείγματα
After the scandal, he was blackballed from the industry.
Μετά το σκάνδαλο, αποκλείστηκε από τη βιομηχανία.
They blackballed her from future events.
Την απέκλεισαν από μελλοντικές εκδηλώσεις.
02
απορρίπτω με ψήφο, ψηφίζω εναντίον
to cast a vote or take action to prevent someone's acceptance or endorsement
Παραδείγματα
The committee blackballed his nomination.
Η επιτροπή απέρριψε την υποψηφιότητά του.
Several members blackballed the proposal.
Αρκετά μέλη απέρριψαν την πρόταση.
Λεξικό Δέντρο
blackball
black
ball



























