LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Black wattle
/blˈak wˈɒtəl/
/blˈæk wˈɑːɾəl/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "black wattle"
Black wattle
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
Australian tree that yields tanning materials
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
black walnut tree
black walnut
black vulture
black vomit
black vernacular
black weevil
black welsh mountain
black whale
black widow
black willow
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App