LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Turned on
/tˈɜːnd ˈɒn/
/tˈɜːnd ˈɑːn/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "turned on"
turned on
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
feeling great sexual desire
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
turned
turndown
turncock
turncoat
turnbuckle
turned out
turner
turner syndrome
turnery
turnicidae
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App