Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
tubular
01
σωληνοειδής, σε σχήμα σωλήνα
having the shape or characteristics of a tube
Παραδείγματα
The exhaust system of the car included tubular components for efficient gas flow.
Το σύστημα εξάτμισης του αυτοκινήτου περιλάμβανε σωληνοειδή εξαρτήματα για αποτελεσματική ροή αερίου.
The modern chair had tubular metal legs, contributing to its sleek and minimalist appearance.
Η μοντέρνα καρέκλα είχε μεταλλικά πόδια σωληνοειδή, συμβάλλοντας στην κομψή και μινιμαλιστική της εμφάνιση.



























