LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Trespassing
/tɹˈɛspəsɪŋ/
/ˈtɹɛsˌpæsɪŋ/, /ˈtɹɛspəsɪŋ/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "trespassing"
trespassing
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
gradually intrusive without right or permission
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
trespasser
trespass viet armis
trespass quare clausum fregit
trespass on the case
trespass de bonis asportatis
tress
trestle
trestle bridge
trestle table
trestlework
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App