Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Train ticket
01
εισιτήριο τρένου, δελτίο τρένου
a paper or electronic document that a person needs to buy in order to travel on a train
Παραδείγματα
She bought a train ticket to travel to London.
Αγόρασε ένα εισιτήριο τρένου για να ταξιδέψει στο Λονδίνο.
She booked her train ticket online for convenience.
Κράτησε το εισιτήριο τρένου της online για ευκολία.



























