LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Toot
/tˈuːt/
/ˈtut/
Noun (2)
Verb (1)
Ορισμός και Σημασία του "toot"
Toot
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
revelry in drinking; a merry drinking party
02
a blast of a horn
to toot
ΡΉΜΑ
01
make a loud noise
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
tooshie
toona
toon shading
toon
toolshed
toot horn
tooth
tooth and nail
tooth decay
tooth doctor
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App