LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Token payment
/tˈəʊkən pˈeɪmənt/
/tˈoʊkən pˈeɪmənt/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "token payment"
Token payment
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a small payment made in acknowledgement of an obligation
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
token money
token economy
token
toke
tokay
tokenish
toklas
tokyo
tolazamide
tolazoline
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App