LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
To be sure
/təbi ʃˈʊə/
/təbi ʃˈʊɹ/
Adverb (1)
Ορισμός και Σημασία του "to be sure"
to be sure
ΕΠΊΡΡΗΜΑ
01
admittedly
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
to be precise
to be honest
to and fro
to all intents and purposes
to advantage
to begin with
to boot
to both ears
to coin a phrase
to date
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App