LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
To advantage
/tʊ ɐdvˈantɪdʒ/
/tʊ ɐdvˈæntɪdʒ/
Adverb (1)
Ορισμός και Σημασία του "to advantage"
to advantage
ΕΠΊΡΡΗΜΑ
01
in a manner that uses the most flattering or best aspects of
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
to a tee
to a point that
to a man
to a lower place
to a lesser extent
to all intents and purposes
to and fro
to be honest
to be precise
to be sure
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App