Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to a greater extent
/tʊ ɐ ɡɹˈeɪɾɚɹ ɛkstˈɛnt/
/tʊ ɐ ɡɹˈeɪtəɹ ɛkstˈɛnt/
to a greater extent
01
σε μεγαλύτερο βαθμό
used to form the comparative of some adjectives and adverbs
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
σε μεγαλύτερο βαθμό