Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Time to come
01
έρχομενη εποχή, μέλλον
the period or events that will occur in the future
Παραδείγματα
We must prepare ourselves for the time to come when the economy improves.
Πρέπει να προετοιμαστούμε για τον ερχόμενο καιρό όταν βελτιωθεί η οικονομία.
The challenges of the time to come will require new approaches.
Οι προκλήσεις του επερχόμενου χρόνου θα απαιτούν νέες προσεγγίσεις.



























