LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Terrorization
/tˌɛɹəɹaɪzˈeɪʃən/
/tˌɛɹɚɹaɪzˈeɪʃən/
Noun (2)
Ορισμός και Σημασία του "terrorization"
Terrorization
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the act of inspiring with fear
02
an act of terrorism
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
terrorist organization
terrorist group
terrorist cell
terrorist attack
terrorist act
terrorize
terry
terry cloth
terry towel
terrycloth
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App