LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Term of enlistment
/tˈɜːm ɒv ɛnlˈɪstmənt/
/tˈɜːm ʌv ɛnlˈɪstmənt/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "term of enlistment"
Term of enlistment
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a period of time spent in military service
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
term of a contract
term insurance
term infant
term
teriyaki
term of office
term paper
term time
termagant
termer
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App