Tenderfoot
volume
British pronunciation/tˈɛndəfˌʊt/
American pronunciation/tˈɛndɚfˌʊt/
tenderfeet

Ορισμός και Σημασία του "tenderfoot"

01

an inexperienced person (especially someone inexperienced in outdoor living)

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store