LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Bile salt
/bˈaɪl sˈɒlt/
/bˈaɪl sˈɑːlt/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "bile salt"
Bile salt
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a salt of bile acid and a base; functions as an emulsifier of lipids and fatty acids
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
bile duct
bile acid
bile
bildungsroman
bilby
bilestone
bilevel car
bilge
bilge keel
bilge pump
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App