LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Teemingness
/tˈiːmɪŋnəs/
/tˈiːmɪŋnəs/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "teemingness"
Teemingness
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the property of a more than adequate quantity or supply
scarcity
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
teeming
teem with
teem in
teem down
teem
teen
teen drama
teenage
teenaged
teenager
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App