Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Taxi driver
01
οδηγός ταξί, ταξιτζής
someone whose job involves driving a taxi and taking people to different places
Παραδείγματα
The taxi driver knew the quickest route to the airport.
Ο οδηγός ταξί γνώριζε την πιο γρήγορη διαδρομή για το αεροδρόμιο.
She chatted with the friendly taxi driver during her ride across town.
Συζήτησε με τον φιλικό οδηγό ταξί κατά τη διάρκεια της διαδρομής της στην πόλη.



























