Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Taxicab
01
ταξί, αυτοκίνητο ταξί
a car that we can pay to take us somewhere
Παραδείγματα
She hailed a taxicab outside the airport.
Έκανε νόημα σε ένα ταξί έξω από το αεροδρόμιο.
The taxicab dropped him off at the hotel entrance.
Το ταξί τον άφησε στην είσοδο του ξενοδοχείου.
Λεξικό Δέντρο
taxicab
taxi
cab



























