LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Tax-exempt
/tˈaksɛɡzˈɛmpt/
/tˈæksɛɡzˈɛmpt/
Adjective (1)
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "tax-exempt"
tax-exempt
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
(of goods or funds) not taxed
Tax-exempt
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a security that is not subject to taxation
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
tax write-off
tax system
tax shelter
tax revenue
tax return
tax-exempt security
tax-free
tax-increase
taxability
taxable
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App