LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Tawse
/tˈɔːz/
/tˈɔːz/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "tawse"
Tawse
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a leather strap for punishing children
word family
tawse
tawse
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
tawny-coloured
tawny-colored
tawny-brown
tawny owl
tawny eagle
tax
tax advantage
tax assessment
tax assessor
tax avoidance
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App