LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Taking hold
/tˈeɪkɪŋ hˈəʊld/
/tˈeɪkɪŋ hˈoʊld/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "taking hold"
Taking hold
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the act of gripping something firmly with the hands (or the tentacles)
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
taking apart
taking
takin
takilman
taker
taking into custody
taking over
takings
takoyaki
tala
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App