LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Take in charge
/tˈeɪk ɪn tʃˈɑːdʒ/
/tˈeɪk ɪn tʃˈɑːɹdʒ/
Verb (1)
Ορισμός και Σημασία του "take in charge"
to take in charge
ΡΉΜΑ
01
accept as a charge
word family
take in charge
take in charge
Verb
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
take in
take hostage
take home
take hold of
take hold
take in good part
take in stride
take in water
take interest in
take into account
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App