LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Synsemantic
/sˌɪnsɪmˈantɪk/
/sˌɪnsɪmˈæntɪk/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "synsemantic"
synsemantic
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
of a word or phrase meaningful only when it occurs in the company of other words
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
synovium
synovitis
synovial membrane
synovial joint
synovial fluid
synset
syntactic
syntactic category
syntactic pivot
syntactic typology
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App