LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Swimming hole
/swˈɪmɪŋ hˈəʊl/
/swˈɪmɪŋ hˈoʊl/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "swimming hole"
Swimming hole
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a small body of water (usually in a creek) that is deep enough to use for swimming
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
swimming event
swimming crab
swimming costume
swimming cap
swimming bath
swimming kick
swimming meet
swimming pool
swimming stroke
swimming trunks
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App