Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Sugar pea
01
ζαχαρόμπαρο, πράσινα μπιζέλια με επίπεδα βρώσιμα περικάρπια
green peas with flat edible pods
02
ζαχαρόμπινο, μπιζέλι με βρώσιμους λοβούς
variety of pea plant producing peas having thin flat edible pods



























