Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
storage warehouse
/stˈoːɹɪdʒ wˈɛɹhaʊs/
/stˈɔːɹɪdʒ wˈeəhaʊs/
Storage warehouse
01
αποθήκη αποθήκευσης, αποθήκη εμπορευμάτων
a storehouse for goods and merchandise
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
αποθήκη αποθήκευσης, αποθήκη εμπορευμάτων